Ο Μανώλης Κ. Κεφαλογιάννης, με επίκαιρη κοινοβουλευτική ερώτησή του προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, καταγγέλλει την επικίνδυνη μεθοδολογία που προτείνεται για τους περιβαλλοντικούς ισχυρισμούς προϊόντων, μέσω του εργαλείου PEF (Product Environmental Footprint), το οποίο –αν εφαρμοστεί ως έχει– θα αποκλείσει το ελληνικό βαμβάκι από την αγορά των “πράσινων” προϊόντων, παραδίδοντας την σε πολυεθνικά συμφέροντα της ταχείας μόδας (fast fashion) και των συνθετικών υφασμάτων.
Την ώρα που το ελληνικό βαμβάκι αποτελεί ραχοκοκαλιά της αγροτικής μας οικονομίας, η Ευρωπαϊκή Ένωση προωθεί νέους κανονισμούς που απειλούν ευθέως τη βιωσιμότητα της καλλιέργειας και το εισόδημα χιλιάδων Ελλήνων παραγωγών.
Το ελληνικό βαμβάκι:
Απασχολεί πάνω από 47.000 αγρότες
Στηρίζει 100.000 θέσεις εργασίας στην αλυσίδα παραγωγής και μεταποίησης
Καλύπτει το 80% της παραγωγής της ΕΕ
Φέρνει στη χώρα 700 εκατ. ευρώ ετησίως από εξαγωγές
Κι όμως, κινδυνεύει να στοχοποιηθεί άδικα από υπολογισμούς και δείκτες που ευνοούν συνθετικά, ρυπογόνα υλικά, σε πλήρη αντίθεση με τους στόχους της Πράσινης Συμφωνίας.
Ο Μανώλης Κεφαλογιάννης καλεί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή:
Να αναθεωρήσει τη μεθοδολογία του PEF ώστε να βασίζεται σε πραγματικά περιβαλλοντικά δεδομένα.
Να προστατεύσει έμπρακτα τους παραγωγούς φυσικών πρώτων υλών.
Να διασφαλίσει ότι κανένας αγρότης δεν θα πεταχτεί εκτός αγοράς λόγω των παιχνιδιών των πολυεθνικών.
Η Ευρώπη δεν μπορεί να μιλά για βιωσιμότητα, ενώ πολεμά τους πραγματικά βιώσιμους παραγωγούς. Εμείς θα συνεχίσουμε να στεκόμαστε μπροστά, ασπίδα για τους ανθρώπους που παράγουν, δουλεύουν και κρατούν ζωντανή την ύπαιθρο. Το ελληνικό βαμβάκι δεν είναι μόνο προϊόν – είναι ταυτότητα, ιστορία και μέλλον για τη χώρα μας.
Αναλυτικά η ερώτηση:
Το ελληνικό βαμβάκι, αποκαλούμενο και «λευκός χρυσός», αποτελεί στρατηγικής σημασίας προϊόν για τη χώρα μας, τόσο για τον πρωτογενή τομέα όσο και για την εθνική οικονομία συνολικά. Πάνω από 47.000 Έλληνες καλλιεργητές δραστηριοποιούνται στον τομέα, με το σύνολο της εφοδιαστικής αλυσίδας να δημιουργεί περίπου 100.000 θέσεις εργασίας. Η Ελλάδα είναι η πρώτη παραγωγός χώρα βαμβακιού στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καλύπτοντας το 80% της ευρωπαϊκής παραγωγής, ενώ καταλαμβάνει και την έκτη θέση παγκοσμίως ως εξαγωγική δύναμη, με αποστολές 250.000 τόνων ετησίως και εξαγωγική αξία που ξεπερνά τα 700 εκατομμύρια ευρώ.
Σε αυτό το πλαίσιο, εγείρονται σοβαρές ανησυχίες αναφορικά με την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την υποχρεωτική τεκμηρίωση των «πράσινων ισχυρισμών» μέσω της μεθόδου του Περιβαλλοντικού Αποτυπώματος Προϊόντος (Product Environmental Footprint – PEF). Παρά το γεγονός ότι η εν λόγω πρωτοβουλία στοχεύει –και ορθώς– στην καταπολέμηση του φαινομένου του «πράσινου ξεπλύματος» και στην ενίσχυση της διαφάνειας, η μεθοδολογία και η σύνθεση της ομάδας εμπειρογνωμόνων εγείρουν σοβαρά ερωτήματα.
Οι Έλληνες βαμβακοπαραγωγοί ισχυρίζονται ότι η επιτροπή αξιολόγησης των κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων αποτελείται κατά κύριο λόγο από μέλη οργανισμών, που εκπροσωπούν μεγάλες πολυεθνικές ταχείας μόδας (fast fashion), με συμφέροντα σε συνθετικά, πετρελαιοπαραγόμενα υλικά. Υλικά που όχι μόνο δεν είναι φυσικά ή ανακυκλώσιμα, αλλά αποτελούν πηγή μικροπλαστικών και αυξημένου περιβαλλοντικού αποτυπώματος – σε πλήρη αντίθεση με τις αρχές της Πράσινης Συμφωνίας και της κυκλικής οικονομίας.
Η ελληνική παραγωγή βάμβακος, η οποία βασίζεται σε φυσικές, ανακυκλώσιμες πρώτες ύλες με σαφώς χαμηλότερο περιβαλλοντικό αποτύπωμα, κινδυνεύει έτσι να υπονομευθεί άδικα, εάν οι αξιολογήσεις και τα εργαλεία πολιτικής καταστούν πεδίο επιβολής συγκεκριμένων οικονομικών συμφερόντων εις βάρος των παραδοσιακών και βιώσιμων καλλιεργειών.
Υπό το φως των ανωτέρω, ερωτάται η Ε.Επιτροπή:
Πώς διασφαλίζει ότι το εργαλείο PEF δεν θα λειτουργήσει ως μοχλός εξυπηρέτησης των συμφερόντων του λόμπι των πολυεθνικών συνθετικών υφασμάτων και ότι τα κριτήρια αξιολόγησης θα βασίζονται σε πραγματικά περιβαλλοντικά και κυκλικά δεδομένα;
Ποια μέτρα προτίθεται να λάβει η Επιτροπή προκειμένου να διασφαλιστεί η συνοχή πολιτικής μεταξύ των πράσινων στόχων της Ένωσης και των μέσων που χρησιμοποιούνται για την επίτευξή τους, ώστε στρατηγικές όπως αυτή για τα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα να υποστηρίζουν έμπρακτα φυσικές, βιώσιμες και ανακυκλώσιμες πρώτες ύλες – όπως το ελληνικό βαμβάκι;
Προτίθεται η Επιτροπή να διασφαλίσει στοχευμένα μέτρα προστασίας των Ελλήνων βαμβακοπαραγωγών, ώστε να μην αποκλειστούν άδικα από το νέο κανονιστικό πλαίσιο, και να εξασφαλιστεί η δίκαιη μεταχείριση του ελληνικού βαμβακιού στην ευρωπαϊκή αγορά, έναντι των συνθετικών, χαμηλού κόστους και υψηλής ρύπανσης εισαγόμενων υλικών;